νοσογεωγραφία

νοσογεωγραφία
η
ιατρ. γεωγραφία τών νοσημάτων, μελέτη τής γεωγραφικής κατανομής τών νόσων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nosogeography < νόσος + γεωγραφία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νοσογεωγραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσογεωγραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nosogeographic < nosogeography (< νόσος + γεωγραφία) + κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • νοσοχθονολογία — η η νοσογεωγραφία …   Dictionary of Greek

  • νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”